κατάσκεπος

κατάσκεπος
κατάσκεπος, -ον (Α)
κατασκεπασμένος.
επίρρ...
κατάσκεπα
κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλό-σκεπος, φυλλό-σκεπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάσκοπος — (I) ο, η (AM κατάσκοπος) αυτός που κατασκοπεύει νεοελλ. αυτός που ενεργεί κατασκοπεία, που συλλέγει πληροφορίες για κρατικά στρατιωτικά κ.ά. μυστικά μιας χώρας και τίς διαβιβάζει σε ξένη δύναμη αρχ. 1. αυτός που ενεργεί κατοπτεύσεις 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”